- σπαταλώ
- σπαταλάω / σπαταλώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), σπατάλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σπαταλώ — σπαταλῶ, άω, ΝΜΑ [σπατάλη] νεοελλ. δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά») μσν. αρχ. ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ) αρχ. φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν… … Dictionary of Greek
σπαταλώ — και σπαταλάω σπατάλησα, σπαταλήθηκα, σπαταλημένος, ξοδεύω αλόγιστα: Σπατάλησε την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασωτεύω — σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»] … Dictionary of Greek
πολυξοδιάζω — Ν ξοδεύω πολλά, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξοδιάζω (Ι) «ξοδεύω, σπαταλώ» (πρβλ. κατα ξοδιάζω)] … Dictionary of Greek
έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» … Dictionary of Greek
ακαιρώ — ἀκαιρῶ ( έω) (AM) [ἄκαιρος] μσν. δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολος αρχ. σπαταλώ τον χρόνο μου … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… … Dictionary of Greek
αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
ανεμοκυκλίζω — 1. (γιά τον άνεμο) φυσώ προς διάφορες κατευθύνσεις 2. παρασύρω, διασκορπίζω 3. σπαταλώ 4. (μέσ., ομαι) κάνω άστατη ζωή … Dictionary of Greek